- δοράκινο
- και δωράκινο, το (Μ δωράκινον και δωρακινόν)το ροδάκινο.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λανθασμένη γραφή αντί του τ. δωράκινο < λατ. duracinum (persicum) «ροδάκινο» (βλ. και λ. ροδάκινο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.